θειόδαμος — θειόδαμος, άμη, ον (Α) 1. αυτός που δαμάζει τους θεούς 2. το θηλ. θειοδάμη επίθ. τής Εκάτης, ως δαμάστριας των θεών. [ΕΤΥΜΟΛ. < θείο * + δαμος (< δάμνημι «δαμάζω), πρβλ. γυιό δαμος, ιππό δαμος] … Dictionary of Greek
θειο- — (AM) τ. στον οποίο εμφανίζεται η λ. θείος (Ι) ως α συνθετικό και που δηλώνει ότι το β συνθετικό αναφέρεται στη θεότητα ή προέρχεται απ αυτήν. [ΕΤΥΜΟΛ. ΣΥΝΘ. αρχ. θειογαμία, θειογενής, θειόδαμος, θειόδμητος, θειόδομος, θειολόγος, θειοπαγής,… … Dictionary of Greek
θειοδάμοις — θειοδά̱μοις , θειόδαμος she who tames the gods masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θειοδάμοισιν — θειοδά̱μοισιν , θειόδαμος she who tames the gods masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)